Η μελέτη αφορά τη μετατροπή δύο παραδοσιακών υπόσκαφων κατοικιών σε εξοχικές κατοικίες. Οι δύο μονάδες βρίσκονται στο ίδιο οικόπεδο, σε μικρή απόσταση μεταξύ τους, και ακολουθούν τον τυπικό τρόπο δόμησης της Σαντορίνης με πέτρα, τοίχους μεγάλου πάχους και χαρακτηριστικές θολοτές οροφές. Η διάταξη των χώρων ακολουθεί την παραδοσιακή τυπολογία: το μπροστινό τμήμα στεγάζει το καθιστικό και την κουζίνα, με ανοίγματα για φυσικό φωτισμό και αερισμό, ενώ το υπνοδωμάτιο τοποθετείται στο υπόσκαφο τμήμα του κτίσματος.
Λόγω της παλαιότητας των κατασκευών, η πρόθεση της μελέτης ήταν να διατηρηθούν στο μέγιστο βαθμό οι υπάρχουσες τοιχοποιίες και το θολωτό σχήμα της οροφής, εξασφαλίζοντας παράλληλα τη δομική τους επάρκεια. Η μεγαλύτερη από τις δύο κατοικίες, στο πίσω μέρος, παραπέμπει περισσότερο σε σπήλαιο παρά σε συμβατική κατοικία, ενώ ο περιορισμένος αριθμός ανοιγμάτων καθιστά δύσκολη τη νέα διαμερισμάτωση.
Η πρώτη κατοικία, επιφάνειας 45 τ.μ., ακολουθεί την παραδοσιακή διάταξη: οι χώροι διημέρευσης βρίσκονται στο μπροστινό τμήμα, ενώ το υπνοδωμάτιο και το λουτρό στο πίσω. Για την εξασφάλιση φυσικού φωτισμού στο υπνοδωμάτιο, προτείνεται η χρήση θολού υαλοπίνακα στην πόρτα. Στο καθιστικό, οι καναπέδες σχεδιάζονται ως χτιστοί πάγκοι διαστάσεων αντίστοιχων δύο μονών κρεβατιών, ώστε η κατοικία να μπορεί να φιλοξενήσει έως τέσσερα άτομα.
Η δεύτερη κατοικία, επιφάνειας 60 τ.μ., με την ιδιαιτερότητα της σπηλαιώδους μορφής καθώς και της προϋπάρχουσας πρόσθετης κατασκευής, οργανώνεται με τρόπο που επιτρέπει τη φιλοξενία έως πέντε ατόμων.
Η σχεδιαστική προσέγγιση των δύο κατοικιών στοχεύει στην ανάδειξη της ουσίας της εξοχικής διαμονής: απλοί, δροσεροί χώροι, που λειτουργούν φυσικά και εναρμονίζονται με το ιδιαίτερο τοπίο και την αρχιτεκτονική ταυτότητα της Σαντορίνης.
Αρχιτέκτονας Έργου: Μαρία Ανθοπούλου
Ομάδα Μελέτης: Μαρία Ανθοπούλου, Ελένη Παναγιωτοπούλου